Τύχη αγαθή, βρέθηκα και φέτος στο πανηγύρι του Βαθυρρύακα.
Χιλιάδες ο κόσμος που έφθασε με αυτοκίνητα από όλη τη Θράκη. Χιλιάδες οι περιπατητές επισκέπτες, με τα καπέλα και το νερό στο χέρι και με τα φαναράκια, περπατούσαν από τα ξημερώματα της παραμονής ως αργά το βράδυ, στο δρόμο για το τάμα, να προσκυνήσουν την Παναγία.
Πολλοί και οι μουσουλμάνοι, ανάμεσα στους χριστιανούς, που περίμεναν υπομονετικά να ανάψουν το κερί τους στην Αννέ Μαρία.
Αρκετοί οι μικροπωλητές, που πρόσφεραν χαρά στα μικρά παιδιά και κυρίως στα εγγόνια, που ακολούθησαν και αυτά τους γονείς και τους παππούδες.
Ωραία και κατανυκτική η λειτουργία από την ιεραρχία της Ιεράς Μητροπόλεως Μαρωνείας και Κομοτηνής, στον απαστράπτοντα ναό και τον περιβάλλοντα χώρο, που με πολύ μεράκι ετοίμασαν, όπως κάθε μέρα οι λιγοστές μοναχές.
Οι μνήμες όμως μιας άλλης εποχής ξύπνησαν και πάλι. Τότε που όλα ήταν αλλιώτικα.
Μια μοναδική, ξεχωριστή και ευχάριστη μέρα, των παιδικών μας αναμνήσεων είναι το πανηγύρι, « σ ¨Φατιρίκας», όπως λέγαμε.
Γιορτάζαμε από το βράδυ μέχρι το πρωί της 22-23 Αυγούστου τα εννιάμερα της Παναγίας, κοντά στο Ορφανοτροφείο, σε ένα όμορφο εκκλησάκι, που ήταν και είναι Θρακικό προσκύνημα, με χιλιάδες επισκέπτες.
Το κάρο, καλυμμένο με πολύχρωμες κουρελούδες και κιλίμια, μετατρεπόταν σε τσαντίρι. «Κουρκούα», έλεγαν οι Μεσσουνιώτες δηλαδή κουκούλα. Οι ομορφότερες κουρκούλες ήταν οι «Μουρχανιώτικες», της Παραδημής. Πολύχρωμες και περιποιημένες, περνούσαν φάλαγγα μέσα από τη Μεσσούνη.
Φαγητά ετοιμαζόταν όλη την μέρα της παραμονής. Στρωσίδια, μαξιλάρια, όλα στη θέση τους. Ντυμένοι όλοι με τα καλά μας παίρναμε το δρόμο, από τα αλώνια στο ποτάμι και από τα Καβακλιώτικα τσαΐρια φθάναμε, σε μια ώρα περίπου, στο πανηγύρι. Χιλιάδες τα κάρα, ξεπεζεύανε στο λιβάδι και από εκεί όλη τη νύχτα στο πανηγύρι.
Πρώτα όμως στρωνόταν το τραπέζι, με τα κεφτεδάκια, το τυρί, τις σαλάτες, τις πίτες και άλλα καλούδια που έφερναν μαζί τους οι νοικοκυρές.
Σουρούπωνε και οι μανάδες κρατούσαν σφιχτά τα μικρά παιδιά από το χέρι, τα μεγαλύτερα εξαφανίζονταν ήδη προς την κεντρική πλατεία και ακολουθούσαν οι μεγάλοι.
Ω! Τί θαύμα στην κεντρική πλατεία. Φώτα πολλά από τις γεννήτριες και τα «λουξ». Κούνιες, βάρκες για μικρούς, περιστρεφόμενες με μεγάλη ταχύτητα για τους μεγάλους, τσίρκο με άγρια ζώα και φίδια, μαγικά και ταχυδακτυλουργικά, ρουλέτες, ο «παππάς», η ασώματος κεφαλή και ο γύρος του θανάτου, με τους μυθικούς μοτοσικλετιστές.
Σε μια άλλη σειρά πολύχρωμα παιχνίδια, κούκλες και αυτοκινητάκια.
Παγωτατζήδες στις άκρες, χαλβάδες, ξηροί καρποί παραπέρα. Ό,τι μπορούσε να φανταστεί κανείς το έβλεπε.
Όλα τα βλέπαμε, ελάχιστα απολαμβάναμε, ακούγαμε τις αφηγήσεις όσων τα απόλαυσαν και διηγούμαστε την άλλη μέρα και εμείς στους άλλους, ότι τάχα τα απολαύσαμε όλα.
Πάντα αγόραζα, μετά από πολύ ψάξιμο στους πάγκους των παιχνιδιών, με το ελάχιστο χαρτζιλίκι μου, ένα μικρό πλαστικό αυτοκινητάκι, για να το παίζω και να το καμαρώνω ανάμεσα στις δικές μου ξύλινες κατασκευές.
Ο υπαίθριος ύπνος κάτω από το Αυγουστιάτικο φεγγάρι, το πρωινό ξύπνημα, ο εκκλησιασμός και η επιστροφή, νωρίς το μεσημέρι στο χωριό, άφηναν ωραίες αναμνήσεις, που δεν έσβησαν ποτέ και ήταν θέμα συζήτησης για πολλές μέρες.
Πέρασαν τόσα χρόνια, διάβασα άρθρα και κείμενα για το πανηγύρι, αλλά ακόμη δεν έμαθα τη σωστή του προφορά. Για μένα είναι: «του παπαΐρισ΄φατιρίκας».
Χρόνια πολλά, σε όλους τους προσκυνητές. Η ευλογία της Παναγίας πάντα θα σκεπάζει αυτό το Θρακιώτικο αντάμωμα. Με υγεία και με τη Χάρη της να γιορτάσουμε και την επόμενη χρονιά!
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ: Στη φωτογραφία είναι τρεις οικογένειες της Μεσσούνης στο πανηγύρι, περίπου το 1959. Φαίνεται πολύ καθαρά και το κάρο με την «κουρκούα». Φωτογράφος του χωριού ήταν ο Σιδέρης Μπουρνούδης – Τάσος Γιοβανούδης, Αύγουστος 2017
{Πηγή δημοσίευσης: www.paratiritis-news.gr , του Τάσου Γιοβανούδη, 24/8/2017}