Οι εκλογές της 21ης Μαΐου 2023 αποτελούν πλέον ιστορία, αλλά και ορόσημο στη μεταπολιτευτική διαδρομή της Ελλάδας. Το (σχεδόν) 41% που σημείωσε η Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι ένα μεγάλο ποσοστό το οποίο καθίσταται έτι μεγαλύτερο αν συγκριθεί με αυτό του ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος άγγιξε ασθμαίνοντας και μετά βίας το 20%. Άρα δύο πράγματα που πρέπει εξ αρχής να επισημανθούν είναι: α) τα συγχαρητήρια στην Νέα Δημοκρατία για την εκλογική νίκη και β) το γεγονός ότι υπάρχει ένα σοβαρό πρόβλημα στον ΣΥΡΙΖΑ.
Υπάρχει και ένα τρίτο που πρέπει να μπει ψηλά στη λίστα όσων θα πρέπει να θυμόμαστε από τις Εκλογές που μόλις τελείωσαν: η παταγώδης αποτυχία των δημοσκοπήσεων, οι οποίες “δεν ακούμπησαν” καν το εκλογικό αποτέλεσμα ούτε για το πρώτο κόμμα, ούτε για το δεύτερο σε ό,τι αφορά τα ποσοστά τους, ούτε και τη μεταξύ τους διαφορά. Ακόμη και το exit poll που προβλήθηκε στις 19.00 από όλα τα κανάλια, μπορεί οριακά να θεωρηθεί ανακριβές αφού η μέγιστη προβλεπόμενη διαφορά των δύο πρώτων κομμάτων ήταν στις 15 μονάδες. Άρα, δύο τα τινά: είτε οι δημοσκόποι δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους, είτε οι Έλληνες και οι Ελληνίδες “τρολάρουν” τις εταιρίες που διενεργούν τις έρευνες. Αμφότερα τα τινά, καταδεικνύουν μια κατάσταση βαθιά προβληματική.
Όμως, όπως σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, έτσι και σε αυτήν, αυτό που μετράει τελικά είναι το αποτέλεσμα το οποίο εν προκειμένω είναι εντυπωσιακό για όλες τις πλευρές και από όλες τις πλευρές. Στη μεν Νέα Δημοκρατία, δεν είναι δυνατόν να πιστεύουν ότι “άξιζε” το κόμμα να πάρει αυτό το ποσοστό και αυτή τη διαφορά, την ώρα μάλιστα που από τον πρωθυπουργό μέχρι τους υποψήφιους/ες παράδεχονταν συνεχώς κατά την διάρκεια της προεκλογικής περιόδου ότι “έχουν κάνει λάθη”. Εφόσον η κυβερνώσα παράταξη διακατέχεται από στοιχειώδη ρεαλισμό, προφανώς και θα πρέπει να ασχοληθεί με το ερώτημα αυτό και ει δυνατόν να μοιραστεί τις απαντήσεις με το ευρύ κοινό.
Στον ΣΥΡΙΖΑ από την άλλη πλευρά, αυτό που πρέπει να απαντηθεί άμεσα δεν είναι μόνο η κατακρήμνιση καθαυτή, αλλά και οι λόγοι που έφεραν τη διαφορά των 20 μονάδων. Διότι το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η παράταξη της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι σίγουρα διπλό: από την μία καλείται να διαχειριστεί ένα πολύ μικρό ποσοστό με μεγάλη διαφορά από το πρώτο κόμμα και από την άλλη μία πολύ μεγάλη μείωση των δικών της ποσοστών (11 μονάδες) σε σχέση με τις προηγούμενες εκλογές.
Ο “κόκκινος” γρίφος λοιπόν που πρέπει να λυθεί, αν όντως ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να συνεχίσει να υπάρχει στο πολιτικό σκηνικό, είναι σύνθετος και η λύση πρέπει να έρθει άμεσα. Κι αν από κάπου πρέπει να ξεκινήσει είναι η εύρεση ενός ουσιαστικού αντιπολιτευτικού αφηγήματος και η (επ)ανάκτηση της ικανότητας άσκησης κριτικής.
Στη νέα εξίσωση βέβαια σημαντικό ρόλο παίζει πλέον και το ΠΑΣΟΚ του Νίκου Ανδρουλάκη, ο οποίος πιστώνεται την αύξηση του ποσοστού του πάλαι ποτέ κραταιού Κινήματος κατά 3+ μονάδες (σε σχέση με το 2019). Ο νεόκοπος αρχηγός του ΠΑΣΟΚ πλέον παρέμεινε συνεπής στη δέσμευσή του ότι το ΠΑΣΟΚ θα καταφέρει διψήφιο εκλογικό ποσοστό που θα αναβαθμίσει τον ρόλο του και την αντιπολιτευτική του ικανότητα. Όλα αυτά, φυσικά, υπό την αίρεση ότι δεν θα συγκυβερνήσει με τη Νέα Δημοκρατία αν και το ενδεχόμενο αυτό συγκεντρώνει πλέον μηδαμινές πιθανότητες καθώς ο Κυριάκος Μητσοτάκης έδειξε σαφώς τον δρόμο προς την νέα κάλπη, από την οποία φιλοδοξεί (δικαίως) να λάβει αυτοδυναμία και έτσι να συνεχίσει στο τιμόνι της χώρας για μία τετραετία ακόμα.
Το 40% πάντως είναι ένα μεγάλο ποσοστό. Πρώτον γιατί δημιουργεί μεγάλες προσδοκίες – η μη εκπλήρωση των οποίων συνήθως προκαλεί πάταγο- αλλά και επειδή δημιουργεί μία ψευδαίσθηση παντοδυναμίας που δεν είναι δύσκολο να οδηγήσει τον φορέα της σε επικίνδυνες ατραπούς – και μαζί του όλους όσους επί των οποίων άρχει.
Από το κάδρο όμως, δεν είναι δυνατόν να λείψει η αποχή. Η οποία μπορεί να κινήθηκε σε μικρότερο ποσοστό σε σχέση με άλλες φορές, όμως κινήθηκε και αυτή στο 40% και όπως έχουμε πει αυτό είναι ένα μεγάλο ποσοστό. Χωρίς να σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι αν ψήφιζε το 100% των ψηφοφόρων θα βλέπαμε άλλα ποσοστά. Ενδεχομένως να βλέπαμε και πάλι τα ίδια. Ωστόσο, τότε θα είχαν άλλη δυναμική.
Σε κάθε περίπτωση, ο κυρίαρχος λαός μίλησε. Και είπε την άποψή του. Το μόνο σίγουρο είναι ότι για την Ελλάδα ξεκινάει πλέον μία νέα κοινοβουλευτική περίοδος και μένει να δούμε πώς θα εξελιχθεί.
{Πηγή δημοσίευσης: https://reportal.gr/, 22/5/2023}