Όπως κάθε χρόνο, έτσι και φέτος ο Μητροπολίτης Αλεξανδρούπολης Άνθιμος εξέδωσε εγκύκλιο για το Πάσχα, για να διαδώσει το χριστιανικό μήνυμα.
Η εγκύκλιος για το Πάσχα είναι η εξής:
Πέρασαν εἴκοσι αἰῶνες ἀπὸ τότε ποὺ ὁ κόσμος βίωσε ἕνα πρωτόγνωρο γεγονός: «κάποιος» ποὺ ἔζησε, «ἀπέθανε καὶ ἐτάφη», ὕστερα ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες «λέγεται» ὅτι ἀναστήθηκε! Ὑπῆρξαν ἄνθρωποι ποὺ βίωσαν τὸ μοναδικὸ ἐκεῖνο γεγονός, ἐμπιστεύθηκαν «τὰ μάτια τους ποὺ τὸ εἶδαν» καὶ «τὰ χέρια τους ποὺ τὸ ψηλάφισαν».
Τὸ πίστευσαν σὰν θαῦμα καὶ ἡ ἐμπειρία τους ἐκείνη συγκρότησε τὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἐπὶ αἰῶνες, τὸ μόνο ποὺ κάνει εἶναι νὰ ὁμολογεῖ ὅσα τότε συνέβησαν καὶ νὰ ἑρευνᾶ τὴν σημασία τους. Ἂν δὲν συνέβαιναν, ὅσα ἔγιναν στὴ Γεθσημανῆ καὶ στὸ Γολγοθᾶ, θὰ εἴμασταν σήμερα ἐξαιρετικὰ ἀνυποψίαστοι, θὰ εἴχαμε συμβιβαστεῖ πλήρως μὲ τὴ φύση μας καὶ ἡ ζωή μας θὰ ἦταν «μιὰ ἐπιχείρηση ποὺ δὲν θὰ ἔβγαζε τὰ ἔξοδά της».
Κι ὅμως, ἡ πρώτη ἐκείνη ἡμέρα, μετὰ τὸ Μεγάλο Σάββατο, δὲν μᾶς ἀφήνει νὰ ἡσυχάσουμε! Ἔρχεται καὶ τραντάζει συθέμελα τὴν ἀκαταμάχητη λαχτάρα μας γιὰ ζωή. Μᾶς προτείνει νὰ ζήσουμε χωρὶς τὸ φόβο τοῦ θανάτου. Μᾶς βεβαιώνει ὅτι ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος δὲν συναντῶνται ποτέ, ὅπως δὲν συναντᾶται ποτὲ ἡ φωτιὰ καὶ τὸ νερό, ἐπειδὴ τὸ ἕνα ἀποκλείει τὸ ἄλλο. Πολλὲς φορὲς νομίζουμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὁμολογεῖ τὴν Ἀνάσταση, ἔτσι, γιὰ νὰ ἔχουμε νὰ ἐλπίζουμε σὲ «κάτι ἄλλο», σὲ μιὰν «ἄλλη ζωή» κάπου ἀλλοῦ.
Ὄχι! Ἡ Ἐκκλησία, κάτω ἀπὸ τὸ πρίσμα τῆς ἄλλης ζωῆς, θέλει νὰ μᾶς μάθει νὰ ζοῦμε αὐτήν. Βρεθήκαμε στὸν κόσμο χωρὶς νὰ γνωρίζουμε οὔτε τὴν ἀρχὴ, οὔτε τὸ τέλος του, ἡ μέση ὅμως ὑπάρχει! νά την. Εἶναι ἡ ζωὴ ποὺ σφύζει γύρω μας, θαυμαστή, μυστηριακὴ καὶ αἰνιγματική. Ὅλοι μας ἐπιδιώκουμε τὴν εὐτυχία καὶ εὐτυχία ἐννοοῦμε: ζωὴ χωρὶς πόνο, χωρὶς ἄγχος, χωρὶς ἀγωνία, χωρὶς ἐλλείψεις, χωρὶς ἀρρώστειες, χωρὶς γεράματα, χωρὶς μοναξιά.
Ὅμως, τὸ πιὸ βαρὺ πράγμα στὸν κόσμο εἶναι τὸ ἀνθρώπινο δάκρυ. Εἶναι ἡ μόνη περίπτωση ποὺ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου γίνεται ὕλη καὶ στάζει σὲ μιὰ σταγόνα. Κι αὐτὴ ἡ σταγόνα εἶναι ἡ ζωὴ τοῦ πολιτισμοῦ μας. Κάποτε οἱ ἄνθρωποι στερούμασταν τὸ ψωμί, τὴ φωτιά, τὴ στέγη, ὅμως εἴμασταν πλούσιοι ἀπὸ Θεό. Τώρα ποὺ χορτάσαμε, στερηθήκαμε τὸ Θεό. Χορτάσαμε καὶ ντυθήκαμε, ὅμως, ἀφήσαμε τὴν ψυχή μας σὰν πεινασμένο τσακάλι. Καταλαβαίνετε, ἀγαπητοί μου, πόσο δρόμο ἔχουμε ἀκόμα μπροστά μας! Χρειάζεται νὰ μάθουμε νὰ …ζοῦμε. Τὴ ζωή, ἄλλοι μᾶς τὴ χάρισαν καὶ σὲ ἄλλους τὴ χρωστᾶμε, γι’αὐτὸ εἶναι ἀνάγκη νὰ μάθουμε νὰ τὴ ζοῦμε.
Ἕνας στῖχος λέει: «ζωὴ ποὺ δὲν μοιράζεται, εἶναι ζωὴ κλεμμένη», λοιπὸν ἢ ζοῦμε συνεταιρικὰ μὲ τοὺς συνανθρώπους μας ἢ ἀλλιῶς δὲν ζοῦμε. Κάποιοι, ἀκόμα κι ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς χριστιανούς, ἀδιαφοροῦν γιὰ τοὺς συνανθρώπους τους, τάχα ἐπιδιώκοντας τὸ Θεό. Ὅμως, ἂν κλείσεις τοὺς ἀνθρώπους ἔξω ἀπὸ τὴν καρδιά σου, στὸ τέλος θὰ μείνει ἔξω κι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Μερικοὶ σὲ «ἀσκηταριὰ» δὲν ζητοῦν τὸ Θεό, ζητοῦν τὸν παράδεισο. Ὅμως, χωρὶς Θεὸ δὲν ὑπάρχει παράδεισος κι ὁ Θεὸς κρύβεται μέσα στὴ βοὴ τῶν πόλεων καὶ πίσω ἀπὸ τὸν ἀναστεναγμὸ τῶν ἀνθρώπων. Φυσικά, γέφυρες ἐπικοινωνίας μὲ τοὺς ἀνθρώπους, δὲν ὑπάρχουν, ὁ «κάθε ἄνθρωπος εἶναι ἕνα νησί».
Γι’ αὐτό, πρῶτα οἱ συνάνθρωποι «μᾶς πηγαίνουν» στὸ Θεὸ κι ἔπειτα ὁ Θεὸς μᾶς «ἑνώνει» μὲ τοὺς συνανθρώπους μας. Διαφορετικά, βιώνουμε στὴ ζωή μιὰ παντέρημη κατάθλιψη, μιὰ ἀσέληνη μοναξιά. Γιὰ τὴν Ἐκκλησία, στόχος μας εἶναι νὰ διαπεράσουμε τὸ πέλαγος τῆς ζωῆς καὶ νὰ βάλουμε πόδι στὴν ἀντίπερα ὄχθη. Τὸ πέλαγος ἔχει φουρτοῦνες (ἀκόμα καὶ οἱ Τιτανικοὶ βουλιάζουν) καὶ ὁ πνιγμὸς δὲν εἶναι εὐχάριστος. Ἀξίζει νὰ παλεύει ὁ ἄνθρωπος μὲ τὰ κύμματα καὶ νὰ νικᾶ τὴ ζωή του. Ὅταν φθάσουμε στὴν ἀντίπερα ὄχθη, τὸ «κολύμπι» θὰ τελειώσει. Θὰ «πεθάνει» τὸ πρόσκαιρο καὶ θὰ γίνει αἰώνιο, θὰ τελειώσει τὸ ἐφήμερο καὶ θὰ ἀρχίσει τὸ ἀθάνατο, θὰ παύσει ἡ νομοτέλεια καὶ θὰ ἀρχίσει ἡ ἔκπληξη!
Τότε θὰ καταλάβουμε οἱ ἄνθρωποι ὅτι ὁ Θεὸς δὲν μᾶς περίμενε νωχελικὰ στὴν ἀπέναντι ἀκτή, οὔτε ἁπλῶς μᾶς «συντρόφευε» στὰ ἀγριεμένα κύμματα. Ὁ Θεὸς ἦταν ἡ ἴδια ἡ θάλασσα ποὺ ἀγκάλιαζε τὴν ψυχὴ καὶ τὸ κορμί μας καθὼς κολυμπούσαμε. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ποὺ γιορτάζουμε ἀπόψε, εἶναι εὐκαιρία νὰ σηκωθοῦμε ὅσοι πέσαμε καὶ νὰ ζωντανεύσουμε ὅσοι πεθάναμε. Ἔχουμε θησαυρίσει ἀπὸ πολλὴ λογική, μᾶς παρέσυρε ὅμως τὸ ποτάμι μακρυά. Πρέπει νὰ γυρίσουμε στὶς πηγές του. Τρέμουμε τὸ θάνατο, ὅμως πορευόμαστε κατ’εὐθεῖαν πρὸς αὐτόν, ὅπως τὰ ζωΰφια πρὸς τὴ φλόγα. Ἡ ἀνθρωπότητά μας ζεῖ σὲ μιὰ ἀξημέρωτη νύχτα καὶ ἐφιάλτης της εἶναι ὁ Θεός. Ὅταν δὲν Τὸν ζεῖ, τότε εἶναι ποὺ κοιμᾶται βαθύτερα.
Εἶναι ἀνάγκη νὰ πάρουμε τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ στὰ σοβαρά. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ γλυτώσει ἀπὸ τὸν ἴσκιο του· ἴσκιος μας εἶναι ὁ Θεός. Στὶς πιὸ μεγάλες στιγμὲς τῆς ζωῆς μας, μένουμε μόνοι μας. Ἂν δὲν ὑπῆρχε ὁ Θεὸς δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ τὶς ζήσουμε. Εἶναι πιὰ καιρὸς νὰ ὀνομάσουμε τὴ μοναξιά μας Θεό, γιὰ νὰ συντροφευθοῦμε. Νὰ ποῦμε τὸ κενό μας Θεό, γιὰ νὰ «γεμίσουμε». Ὅταν λέμε τὸ Θεό μας ψέμα, ψευτίζουμε. Ὅταν ποῦμε τὸ Θεό μας ἀλήθεια, ἀληθεύουμε. Ἂν ποῦμε τὸ Θεό μας ἐφήμερο, γινόμαστε παροδικοί. Ἂν Τὸν ποῦμε αἰώνιο, γινόμαστε αἰώνιοι.
Ἀγαπητοί μου, Γιορτάζουμε ἀπόψε, ἄλλη μιὰ φορὰ στὴ ζωή μας, τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἀνάγκη νὰ καταλάβουμε ὅτι τὸ Πάσχα τῆς ζωῆς μας ὑπάρχει μόνο ὡς Πάσχα τοῦ Θεοῦ. Ἐπειδή, τὸ μεγαλύτερο κοσμοϊστορικὸ γεγονὸς γιὰ τὸν καθένα μας εἶναι ἡ ἡμέρα τοῦ θανάτου μας. Τότε, γιὰ τὸν καθένα μας θὰ καταρρεύσει τὸ σύμπαν καὶ τὸ στερέωμα. Τότε θὰ μᾶς συμπαρίσταται μόνον ὁ Θεός. Ὅταν κράξουμε γιὰ τὴ μεγάλη βοήθεια, οἱ συνάνθρωποι μας θὰ βρίσκονται πολὺ μακρυά. Θὰ εἴμαστε μόνοι, ὁ καθένας μας κι ὁ Θεός. Τότε ὁ Θεὸς θὰ ἔρθει κοντά μας ὡς αὐστηρὸς κριτής. Μόλις Τὸν δοῦμε κατάματα, θὰ καταλάβουμε πὼς τέτοιο φθηνὸ δημιούργημα δὲν Τοῦ ταίριαζε. Μά! μόλις Ἐκεῖνος κυττάξει μέσα στὰ νεφρὰ καὶ στὶς καρδιές μας, θὰ δακρύσει. Ξέρετε γιατί; Ἐπειδή, ὁ Χριστὸς Ἀνέστη! ἀγαπητοί μου. Ὁ Χριστὸς Ἀνέστη!
{Πηγή δημοσίευσης: https://www.e-evros.gr, 27/4/2019}