Ο 50χρονος Γκιουν Σαμπρί κάθεται μισοκοιμισμένος σε μια καρέκλα στο μαγαζί του αδελφού του Ερτάλ. Βρισκόμαστε στο παλιό Αβατο, ένα χωριό που ανήκει στην περιφερειακή ενότητα της Ξάνθης και στον Δήμο Τοπείρου, και ένα από τα ελάχιστα μέρη όπου ζουν οι Αφροέλληνες, δηλαδή μαύροι Ελληνες των οποίων οι πρόγονοι εγκαταστάθηκαν πριν από αιώνες στην Ελλάδα. Ο Γκιουν και ο Ερτάλ Σαμπρί πιστεύουν πως οι πρόγονοί τους ήρθαν στην Ελλάδα από το Σουδάν, αλλά αυτή είναι μια «ελεγχόμενη» πληροφορία που απέκτησαν σχετικά πρόσφατα.
Για πολλά χρόνια δεν ήξεραν πού να αναζητήσουν τις ρίζες τους, το μόνο που ήξεραν ήταν πως οι πρόγονοί τους είχαν έρθει στην Ελλάδα επί Τουρκοκρατίας, εφόσον τόσο οι γονείς τους όσο και οι παππούδες τους ήταν γεννημένοι στο Αβατο. Κι έτσι ο Γκιουν, αφότου τελείωσε το ελληνικό σχολείο, ολοκλήρωσε τη 15μηνη τότε στρατιωτική θητεία του και δούλεψε στη Γερμανία, αναζήτησε τις ρίζες τους ακόμη και στη Νιγηρία.
«Εψαχνα να βρω τουλάχιστον κάποιον να μου μοιάζει…», λέει στην «Κ». Παρέμεινε περίπου δύο μήνες, αλλά δεν βρήκε κανέναν και αποφάσισε να επιστρέψει στη μόνη πατρίδα που ήξερε και ξέρει, στην Ελλάδα. Οταν έφτασε στο αεροδρόμιο, το 2003, ένας αστυνομικός τον σταμάτησε στον έλεγχο. «Ηταν μες στην περιέργεια που έβλεπε μαύρο Ελληνα», δηλώνει ο κ. Σαμπρί στην «Κ». Φώναξε έναν δεύτερο αστυνομικό. Εκείνος κοίταξε το διαβατήριο του Γκιουν και είπε στον πρώτο, «ναι, ναι, υπάρχουν στη Θράκη». «Είναι Τούρκος», συμπλήρωσε ο αστυνομικός. Ο Γκιουν Σαμπρί, εξιστορώντας ένα περιστατικό που εκτυλίχθηκε πριν από σχεδόν 20 χρόνια, σε αυτό το σημείο γουρλώνει τα μάτια. «”Είναι Τούρκος”, είπε, και αυτό με πείραξε πολύ, ήθελα να πάω να τον αναφέρω στον ανώτερό του, και του απάντησα “ξανά δεν θα μου το πεις αυτό”», λέει. «Δεν κολλάω στον ρατσισμό», λέει ο αδελφός του Ερτάλ, «κι αν γεννιόμουν πάλι, πάλι μαύρος θα ήθελα να γεννηθώ». Μου δείχνει την ελληνική του ταυτότητα, χαμογελώντας, «αυτό δεν μπορεί να το πάρει ξένος», λέει.
Το θέμα είναι πως τόσο οι αδελφοί Σαμπρί όσο και άλλα μέλη της κοινότητας μιλούν σαν να πρέπει να αποδείξουν πως είναι Ελληνες, παρότι είναι γεννημένοι στην Ελλάδα από Ελληνες γονείς, των οποίων οι γονείς ήταν επίσης Ελληνες, μουσουλμάνοι στο θρήσκευμα. Κανείς δεν φαίνεται να ξέρει ακριβώς πόσοι είναι, αλλά όσα μέλη μίλησαν στην «Κ», όπως και ο δήμαρχος Τοπείρου, Θωμάς Μίχογλου, πιστεύουν πως κυμαίνονται περίπου στα 200 άτομα.
Κανείς δεν ξέρει πότε ήρθαν
«Πρόκειται για αφρικανικούς πληθυσμούς οι οποίοι ήρθαν εδώ κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και είναι ένα δείγμα της ετερογένειας αυτού που ονομάζουμε μουσουλμανική μειονότητα στην Ξάνθη, δεν είναι μόνο οι τουρκογενείς και οι Πομάκοι», λέει στην «Κ» ο αναπληρωτής καθηγητής Δημογραφίας στο Τμήμα Ιστορίας και Εθνολογίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου, Κωνσταντίνος Ζαφείρης. Ο ίδιος τονίζει αυτό που λένε και οι ίδιοι – πως κανείς δεν ξέρει πότε ακριβώς ήρθαν ή από πού. «Τους έφεραν σκλάβους, δούλους, επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, από την Αφρική, την Αίγυπτο, για δουλειά, είναι πάνω από 100 χρόνια εδώ πέρα», δηλώνει στην «Κ» ο κ. Μίχογλου. «Ηρθαν εδώ σε απροσδιόριστο χρόνο, αλλά αρκετά παλιά», αναφέρει ο κ. Ζαφείρης, «κι είναι ένας περιορισμένος πληθυσμός, που έχουν αρχίσει τους μεικτούς γάμους με τους υπόλοιπους».
Καρπός ενός τέτοιου γάμου είναι και η 14χρονη κόρη της 38χρονης Γκιουλσερέν Ρετζέπ Ογλού. Η Γκιουλσερέν στις τελευταίες δημοτικές εκλογές είχε θέσει υποψηφιότητα για δημοτική σύμβουλος με τον συνδυασμό «Δημοτική Αλλαγή» για την κοινότητα του Ευλάλου, ενός χωριού δίπλα στο Αβατο, στο οποίο επίσης διαμένουν πολλοί Αφροέλληνες, η πλειονότητα των οποίων είναι μεταξύ τους συγγενείς. Στο σπίτι μπροστά από το μαντρί όπου βρίσκονται τα πρόβατα της Γκιουλσερέν, η οποία μένει με την κόρη της και τους γονείς της, Ραΐφ και Κατριέ, ζει ένας θείος της. Στο σπίτι πίσω από το μαντρί μένει η θεία της, η 65χρονη Ρασιγέ Ρεΐφογλου. Τη ρωτάω αν γεννήθηκε εδώ, μια ερώτηση που πρέπει να έχει δεχτεί πολλές φορές στη ζωή της μέχρι τώρα, γιατί η απάντηση είναι σχεδόν αντανακλαστική. «Βεβαίως, εδώ στο Εύλαλο, μάνα, μπαμπάς, παππούς, γιαγιά, όλοι εδώ, εγώ δεν είμαι ξένη, ντόπια είμαι», τονίζει.
Η Γκιουλσερέν λέει πως η δική της οικογένεια δεν είχε πρόβλημα με τον μεικτό γάμο της, αν και, όπως και η ίδια, όλοι θέλουν να συνεχιστεί και να διαφυλαχθεί η ύπαρξη της κοινότητάς τους. Για την οικογένεια του πρώην άντρα της όμως, ο οποίος είναι από την τουρκόφωνη μειονότητα της Θράκης, τα πράγματα ήταν λίγο διαφορετικά. Στην ερώτηση αν έχουν βιώσει ρατσισμό, τόσο η Γκιουλσερέν όσο και η πλειονότητα των Αφροελλήνων που μίλησαν στην «Κ» απαντούν όχι. Μιλώντας όμως λίγο παραπάνω για τη ζωή της αναφέρει πως ενώ στο χωριό ποτέ δεν δέχθηκε αντιδράσεις για το χρώμα του δέρματός της, «εδώ μαζί μεγαλώσαμε όλοι, σαν ίδια ράτσα είμαστε», δεν ίσχυε το ίδιο στην Κομοτηνή, όπου ζούσε παντρεμένη.
«Εκεί με κοιτούσαν αλλιώς, “α, μαύρη, και να ξέρει τουρκικά;”, έλεγαν, “μαύρη, και να ξέρει ελληνικά;”, είχα πρόβλημα», λέει η Γκιουλσερέν.
Ενας 34χρονος ελαιοχρωματιστής, ο οποίος δεν ήθελε να δημοσιευθεί το όνομά του, τονίζει στην «Κ» πως είχε παρόμοια εμπειρία. «Στην Ξάνθη έτυχε να μου πουν, “μαύρε, τι δουλειά έχεις εδώ;”», τονίζοντας όμως ότι αυτές οι αντιδράσεις, ειδικά εν έτει 2022, σπανίζουν, πόσο μάλλον στο Εύλαλο. «Στην Κομοτηνή, κάποιοι δεν ήθελαν να κάτσουν δίπλα μου επειδή είμαι μαύρος», αναφέρει ο Σαγίντ Βελιόγλου, «αλλά εμένα μου αρέσει το χρώμα μου, δεν έχω κανένα πρόβλημα». «Μερικοί που είναι μαύροι», συμπληρώνει, «δεν θέλουν να λέμε μαύροι, αλλά γιατί; Εσύ είσαι άσπρη, εγώ είμαι μαύρος, τι διαφορά έχει; Ολοι άνθρωποι είμαστε». Οπως και των υπολοίπων, έτσι και οι πρόγονοι του 56χρονου κ. Βελιόγλου γεννήθηκαν στην Ελλάδα. Ξέρει σίγουρα πως και οι παππούδες του γεννήθηκαν εδώ, αλλά αγνοεί τι συνέβαινε με παλαιότερες γενιές. Ούτε ρώτησε ποτέ τους γονείς του, οι οποίοι έχουν πια πεθάνει, για τις ρίζες τους, για το οποίο λίγο μετανιώνει. «Οχι ότι αν ήξερα θα μου έκανε καμιά διαφορά», τονίζει στην «Κ», «εγώ μόνο την Ελλάδα ξέρω, εδώ είμαι γεννημένος και εδώ είναι η πατρίδα μου».
Η θρησκεία
Η συνέντευξη με τους αδελφούς Σαμπρί στο παλιό Αβατο διακόπτεται κάποια στιγμή από το κάλεσμα του μουεζίνη για προσευχή, που ακούγεται από το διπλανό τζαμί. Λένε στην «Κ» πως κάποιους τους ενοχλεί περισσότερο η θρησκεία τους παρά το χρώμα του δέρματός τους. «Κάποιοι είναι πιο πολύ ρατσιστές επειδή είμαι μουσουλμάνος», αναφέρει ο 34χρονος, «αλλά όχι στο χωριό». Ο 40χρονος Βελί Ρεΐφογλου αναφέρει πως οι γονείς του στο σπίτι μιλούν μόνο τουρκικά, όπως συμβαίνει στα περισσότερα σπίτια των Αφροελλήνων της Ξάνθης, αν και ο ίδιος, συμπληρώνει, μιλάει πιο πολύ ελληνικά στην καθημερινότητά του. Οι δύο αδελφές της Γκιουλσερέν, οι οποίες έχουν παντρευτεί δύο Αφροέλληνες από το Αβατο που είναι μεταξύ τους συγγενείς, δεν μιλούν σχεδόν καθόλου ελληνικά, και η μητέρα τους, Κατριέ, στο σπίτι ακούει κυρίως τουρκικά τραγούδια, σε αντίθεση με τη 14χρονη κόρη της Γκιουλσερέν, της οποίας τα ελληνικά είναι άπταιστα και ο αγαπημένος της καλλιτέχνης είναι ο τράπερ Τραννός.
Οταν υπάρχουν διενέξεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας αναφέρουν πως δεν εμπλέκονται, δεν τους αφορούν. «Αυτά τα ξέρουν τα μεγάλα κεφάλια», δηλώνει ο Αλί Οσμάν, ξάδελφος των Σαμπρί, του οποίου ο Αφροέλληνας πατέρας «παντρεύτηκε τη μάνα μου, μια κάτασπρη μουσουλμάνα από την Ξάνθη». Ο ίδιος υπηρέτησε 22 μήνες στο Αμύνταιο της Φλώρινας. «Τούρκος, Ελληνας, στο χωριό δεν έχει σημασία, όλοι μαζί μεγαλώσαμε», αναφέρει σχετικά με την πολυπολιτισμικότητα του τόπου τους. «Εδώ όλοι μαζί γιορτάζουμε και το Μπαϊράμ, και τα Χριστούγεννα, και το Πάσχα», λέει ο 34χρονος ελαιοχρωματιστής. Αλλά επειδή δεν είναι όλα τα μέρη έτσι, τονίζει πως χάρηκε που τα αδέλφια Αντετοκούνμπο θα παίζουν για την Εθνική Ελλάδος στο μπάσκετ. «Χαίρομαι επειδή είναι Ελληνες και μου μοιάζουν», αναφέρει, «έχουν το χρώμα μου».
Φεύγοντας από το Εύλαλο, τα χωράφια είναι χρυσαφιά, γεμάτα καλαμπόκια. «Φτωχοί είμαστε, αλλά έχουμε την υγεία μας και εδώ περνάμε σαν αδέλφια», λέει στην «Κ» η κ. Ρεΐφογλου. «Είμαστε ντόπιοι», τονίζει, «σαν το καλαμπόκι που φυτρώνει εδώ, είμαστε ντόπιοι».
{Πηγή δημοσίευσης: https://xanthi2.gr/, της Ηλιάνας Μάγρα, 31/08/2022}