To 1919 βρήκε την Αλεξανδρούπολη (τότε Dedeagatch), χτυπημένη από τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς του 1915, να παραμένει στην κατοχή της Βουλγαρίας. Οι Βρετανοί, που την κατέλαβαν τον Οκτώβριο του 1918, είχαν αποχωρήσει αφήνοντας πίσω τους ένα κοιμητήριο και ένα στρατιωτικό αεροδρόμιο, εκεί στην περιοχή του Α Δημοτικού σχολείου.
Έχει ενδιαφέρον να δούμε την κατάσταση στην οποία βρισκόταν η πόλη μας εκείνη την εποχή όπως καταγράφηκε με γλαφυρό τρόπο σε σχετικό άρθρο που έγραψε ο απεσταλμένος της αθηναϊκής εφημερίδας «Πατρις» Α. Κονιτόπουλος και παραθέτουμε με την ορθογραφία του πρωτοτύπου πλην του μονοτονικού.
«Παντού ερείπια, παντού σπίτια χωρίς παράθυρα και πόρτες, χωρίς προσόψεις, χωρίς στέγας. Μέγαρα ολόκληρα είχον μεταβάλει εις σταύλους και άλλα εις αποθήκας. Έάν εσώθησαν δέ μερικά έξ αυτών, τούτο συνέβη, διά τόν απλούστατον λόγον, ότι εχρησιμοποιούντο ώς δημόσια καταστήματα. …..Από τον ωραίον όσov και απέραντον ατμόμυλον Πρωτόπαπα δέν σώζονται παρά ερείπια και τα τοιχώματα των σπιτιών χαίνοντα φωνάζουν τά βουλγαρικά κακουργήματα…Εντός του λιμένος δέν υπάρχουν παρά συντρίματα ναυγίων, θυμάτων των βομβαρδισμών…… Οι ωραίοι λιμενοβραχίονες και αί ωραιότεραι αποβάθραι του λιμένος έχουν καταστραφεί τελείως, η δε παραλία ολόκληρος έχει μεταβληθή εις άμορφον σωρόν ερειπίων…Μόνον ο φάρος παραμένει άθικτος. Πειό πέρα βρίσκεται σωριασμένη μιά μάζα σκελετών, βαγονιών που κατέστρεψαν τά κανόνια τών στόλων.»(εφημ. Πατρις» 20-11-1919).
Σε ολόκληρη της Δυτική Θράκη είχε εγκατασταθεί διασυμμαχικός έλεγχος και ολιγάριθμα συμμαχικά στρατεύματα κατέλαβαν τα σπουδαιότερα κέντρα για την εξασφάλιση των συγκοινωνιών, τη φρούρηση της σιδηροδρομικής γραμμής αλλά και τη διατήρηση της τάξεως στις πόλεις και την ύπαιθρο. Αρχηγός των στρατευμάτων κατοχής ήταν ο Γάλλος συνταγματάρχης Allier (Αλλιέ) με έδρα αρχικώς το Dedeagatch και εν συνεχεία την Ξάνθη και την Κομοτηνή. Στην πόλη μας τη δύναμη κατοχής αποτελούσαν δύο τάγματα γαλλικού πεζικού και μια μοίρα γαλλικού ιππικού ενώ ορίστηκε Άγγλος φρούραρχος ο αντισυνταγματάρχης Greenfeld. Αργότερα αντικαταστάθηκε από Γάλλο ταγματάρχη.
Βέβαια στη Δυτική Θράκη παρέμενε η Χ Βουλγαρική Μεραρχία Αιγαίου. Η αποστράτευση και ο αφοπλισμός των Βουλγάρων ήταν αργός και ανολοκλήρωτος. Ο Γάλλος στρατηγός Chrétien (Κρετιέν), Διοικητής των συμμαχικών δυνάμεων κατοχής της Βουλγαρίας, υποστήριζε τις βουλγαρικές εθνικές προσδοκίες, μια αυτόνομη Μακεδονία που θα περιελάμβανε εδάφη και από την ελληνική, τη βουλγαρική έξοδο στο Αιγαίο, στην Καβάλα. Ο Συνταγματάρχης Napier (Νάπιερ), ο Άγγλος στρατιωτικός εκπρόσωπος, ήταν επίσης υπέρ του βουλγαρικού σκοπού και οι Ιταλοί, η μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη στη Σόφια, δεν έκαναν καμιά προσπάθεια να αποκρύψουν τη βουλγαρόφιλη πολιτική τους.
Οι Βούλγαροι προσπάθησαν να παρουσιάσουν τους εαυτούς τους ότι εξαναγκάστηκαν σε έχθρα προς την Αντάντ από τη φιλογερμανική κυβέρνησή τους. Aγωνίζονταν με κάθε μέσο να πετύχουν τη διάσωση της Δυτικής Θράκης, τη διατήρηση της γαλλικής κατοχής και να αποφύγουν την κατάληψή της από τον ελληνικό στρατό. Για το λόγο αυτό υπέβαλαν αιτήσεις στον Αμερικανό Πρόεδρο Woodrow Wilson (Ουίλσον) να τους σώσει από την εξόντωση. Η βουλγαρόφιλη στάση του Προέδρου οφειλόταν εξαιτίας της επιρροής της γυναίκας του και της αδερφής της που είχε παντρευτεί τον πρεσβευτή της Βουλγαρίας στην Ουάσιγκτον.
Επίπονες ήταν οι διπλωματικές διεργασίες στο συνέδριο της ειρήνης που άρχισε στο Παρίσι τον Ιανουάριο του 1919 όπου η Δυτική Θράκη αποτέλεσε μήλο της έριδος διαφόρων ενδιαφερομένων κρατών. Η σύνοδος ξεκίνησε στις 12 Ιανουαρίου του 1919 (ν.ημ.) στο Μέγαρο του Υπουργείου Εξωτερικών, γνωστό και ως «Μέγαρο Quai d’Orsay» (Και ντ΄ Ορσέ εκ της θέσης του επί της ομώνυμης προκυμαίας του Σηκουάνα).
Οι Ελληνικές διεκδικήσεις περιλαμβάνονταν στο από 30 Δεκεμβρίου 1918 Υπόμνημα το οποίο και εξέθεσε με μεγάλη επιδεξιότητα ο Ε. Βενιζέλος ενώπιον του «Συμβουλίου των Δέκα» στις 3 Φεβρουαρίου 1919 το οποίο και βρήκε ευμενή απήχηση με εξαίρεση τους Αμερικανούς και κυρίως αντίθετους του Ιταλούς.
Το Φεβρουάριο του 1919 ο Αμερικανός εκπρόσωπος Day (Ντέι) δήλωσε ότι οι Έλληνες ήταν εθνολογικά ισχυρότεροι από τους Βούλγαρους και στην Ανατολική και στη Δυτική Θράκη. Η οριοθέτηση της βουλγαρικής μεθορίου ωστόσο έπρεπε να μελετηθεί προσεκτικά και να εξασφαλιστεί βουλγαρική εμπορική έξοδος στο Αιγαίο.
Στις 1 Μαρτίου 1919 οι Ιταλοί υπέβαλαν δυο διπλωματικές διαμαρτυρίες, από τις οποίες στην πρώτη δηλωνόταν ότι το Dedeagatch έπρεπε να δοθεί στη Βουλγαρία. Οι Αμερικάνοι επέμεναν να δοθεί στη Βουλγαρία έξοδος στο Αιγαίο, αλλά ο βρετανός υπουργός Εξωτερικών Balfour (Μπάλφουρ) επέμενε ότι στην Ελλάδα έπρεπε να δοθεί η ακτή της Δυτικής Θράκης με μια ουσιαστική ενδοχώρα και στη Βουλγαρία τα βορειότερα τμήματα όπου ζούσαν σχεδόν όλοι οι Βούλγαροι.
Ενώ ο Ελληνικός Στρατός είχε καταλάβει τη Σμύρνη το Μάιο του 1919, η Οθωμανική Αυτοκρατορία και αυτή με τη σειρά της διεκδίκησε τη Δυτική Θράκη με την από 17 Ιουνίου 1919 έκθεση, το Υπόμνημα της οποίας υποβλήθηκε ακόμη αργότερα στο Συμβούλιο των Δέκα (περίπου 6 μήνες αργότερα από την υποβολή του ελληνικού) το οποίο και απορρίφθηκε από το Συμβούλιο στις 25 Ιουνίου 1919 περιορίζοντας έτσι την μονομαχία διεκδίκησης μεταξύ Ελλάδος και Βουλγαρίας.
Στο φύλλο της 26-6-1919 της εφημερίδας «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» διαβάζουμε ότι κατόπιν διαταγής του Αρχιστρατήγου Franchet d’ Esperey (Φρανσε ντ’Εσπεραί) τα Ιταλικά στρατεύματα που βρισκόταν στην Βουλγαρία άρχισαν να αποχωρούν και μάλιστα τα πρώτα τμήματα αυτών συγκεντρώθηκαν στο Δεδεαγατς αναμένοντα την αναχώρηση τους.
Σύμφωνα με πληροφορίες που διαβίβασε η Γαλλική Στρατιωτική Επιτροπή στο Dedeagatch προς τον στρατηγό Franchet d’Espérey, οι Ιταλοί αξιωματικοί, στις 7 Ιουλίου, παρέθεσαν ένα soirée στο οποιο συμμετείχαν πολλοί αξιωματικοί του Βουλγαρικού Στρατού και Ναυτικού. Ο Διοικητής Perretti του 61ου Ιταλικού Συντάγματος Πεζικού προήδρευσε σε αυτή τη γιορτή, κατά την οποία τη μουσική προμήθευσε η στρατιωτική μπάντα του 40ου Βουλγαρικού Συντάγματος Πεζικού. Οι προπόσεις προφέρονταν στη βουλγαρική και την ιταλική γλώσσα, όπου επαναλαμβάνονται οι λέξεις “Θεσσαλονίκη, Ελλάδα, Βουλγαρία”. Τους χαιρέτησαν με επανειλημμένες κραυγές «Viva Italy! Viva Boulgaria!»
Εντωμεταξύ ο Balfour (Μπάλφουρ) και οι Αμερικανοί συμφώνησαν ότι οι ειδικοί έπρεπε να εξετάσουν την πιθανότητα να δώσουν στην Ελλάδα και τη Δυτική και την Ανατολική Θράκη, εκτός από ένα διάδρομο στο Αιγαίο που θα περιελάμβανε το Dedeagatch και ο οποίος θα δινόταν υπό πλήρη κυριαρχία στη Βουλγαρία. Στις 7 Αυγούστου οι ειδικοί ζήτησαν την έγκριση του Βενιζέλου, ο οποίος απέρριψε το σχέδιο. Η συνάντηση του Συμβουλίου το απόγευμα της ίδιας ημέρας οδήγησε σε πλήρες αδιέξοδο. Ο Γάλλος αντιπρόσωπος Tardieu (Ταρντιέ) πρότεινε η ζώνη του διαδρόμου να γίνει ελεύθερο κράτος, υπό τη διοίκηση Διεθνούς Επιτροπής με έδρα το Dedeagatch. Η Γαλλία συμφωνούσε να στερήσει από την Ελλάδα τη Δυτική Θράκη, αλλά όχι και να παραδώσει την περιοχή στη Βουλγαρία.
Οι Βούλγαροι βλέποντας τη δυσμενή γι’αυτούς εξέλιξη άρχισαν να διοργανώνουν συλλαλητήρια.
Στο φύλλο της 7-8-1919 της εφημερίδας «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» διαβάζουμε ότι στο Δεδεαγάτς έγινε απόπειρα συλλαλητηρίων εις ένδειξη λύπης για τις εξελίξεις στο Συνέδριο της Ειρήνης αλλά οι Γαλλικές αρχές έλαβαν αυστηρότατα μέτρα προς παρεμπόδιση των εκδηλώσεων αυτών: «Τα καταστήματα παρέμειναν επι εικοσιτετράωρον κλειστά εις ένδειξιν διαμαρτυρίας κατά των βουλγάρων δια την απώλειαν της Θράκης ην θεωρούν βεβαίαν. Ο Γάλλος ταγματάρχης φρούραρχος Δεδεαγατς εν τη κοινοποιηθήση εγκυκλίω του δηλοί ότι πας συλλαμβανόμενος ως προκαλών συγκεντρώσεις και διαμαρτυρίας θα αποστέληται εις (έχει διαγραφεί από τη λογοκρισία) όπου θα ασχολήται με έργα οδοποιίας»
Στις 12 Αυγούστου στο γραφείο του Γάλλου Υπουργού των εξωτερικών Pichon στο Quai d’Orsay (Και ντ΄ Ορσέ) προτάθηκε το νοτιοδυτικό τμήμα της Δυτικής Θράκης να δοθεί στην Ελλάδα και να ιδρυθεί ένα διεθνές κράτος με έδρα στο Dedeagatch που θα ελέγχει το σιδηρόδρομο από το Dedeagatch μέχρι την Αδριανούπολη. Στη συνέχεια η Ανατολική Θράκη θα δοθεί στην Ελλάδα μέχρι μια γραμμή από τον Κόλπο του Ξηρού έως την Μήδεια. Οι Αμερικανοί εκπρόσωποι Polk και Harrison αφού παρατήρησαν ότι το δυτικό τμήμα της Δυτικής Θράκης δεν ήταν οικονομικά συνδεδεμένο με την υπόλοιπη, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το διεθνές κράτος θα είναι οικονομικά αδύναμο. Η αμερικανική αντίθετη πρόταση ήταν ότι η Βορειοδυτική Θράκη πρέπει να δοθεί στη Βουλγαρία ενώ το Διεθνές Κράτος θα πρέπει να περιοριστεί από μια γραμμή 10 χιλιόμετρα ανατολικά της Μαρίτσα(Έβρου ποταμού), συμπεριλαμβανομένης της Αδριανούπολης. Συνεπώς, η διαφωνία ήταν περιορισμένη, γιατί έγινε αποδεκτό από όλους ότι η καλύτερη λύση ήταν κάποια μορφή διεθνούς ελέγχου για το Dedeagatch και το σιδηρόδρομο. Οι γαλλικές, βρετανικές και ιαπωνικές αντιπροσωπείες επιθυμούσαν να επεκτείνουν αυτό το διεθνές κράτος Δυτικά και Βόρεια, διατηρώντας τα ανατολικά τα σύνορα του 1915.
Ωστόσο, ο Woodrow Wilson (Ουίλσον) αποδεχόταν μόνο κατοχή του δυτικού τμήματος της Δυτικής Θράκης από την Ελλάδα, ενώ το ανατολικό της τμήμα και ολόκληρη η Ανατολική Θράκη θεωρούσε ότι θα έπρεπε να συμπεριληφθούν στο διεθνές κράτος της Κωνσταντινούπολης. Στη συνάντηση της 1ης Σεπτεμβρίου αποφασίστηκε ότι η Δυτική Θράκη θα παραδινόταν από τους Βούλγαρους στις Συμμάχους και Συνασπισμένες Δυνάμεις και θα βρισκόταν υπό την κατοχή βρετανικών, γαλλικών, ιταλικών και ελληνικών στρατευμάτων, ενώ στη Βουλγαρία θα δινόταν πρόσβαση σε ένα λιμάνι στο Αιγαίο. Η πρόταση υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο στις 2 Σεπτεμβρίου.
Οι Βούλγαροι βλέποντας ότι είναι πλέον χαμένο γι’ αυτούς το παιχνίδι προέβησαν φαίνεται σε δολιοφθορές : Στο φύλλο της 5-9-1919 της εφημερίδας «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» διαβάζουμε ότι «Αι γαλλικαί αρχαί Δεδέαγατς έλαβον έκτακτα μέτρα, όπως παρεμποδίζουν τους Βουλγαρους να ρίχνουν νάρκας εις το Αιγαίον. Καθ’όλον το μήκος της ακτής του Δεδεαγατς έχουν στηθή φυλάκια, εις τα οποία είνε τοποθετημένοι Γάλλοι στρατιώται επιτηρούντες νυχθημερόν τας ακτάς»
Ενώ προετοιμαζόταν η υπογραφή της τελικής Συνθήκης, οι σύμμαχοι εξουσιοδότησαν τον Φρανσε ντ’ Εσπερέ, όπως εντός του Οκτωβρίου του 1919 διατάξει την εκκένωση της Δυτικής Θράκης από τους Βουλγάρους. Πράγματι στις 6 Οκτωβρίου ο στρατηγός ενημέρωσε τους Βούλγαρους ότι σύμφωνα με την απόφαση του Συνεδρίου της 22ας Σεπτεμβρίου, έπρεπε μέχρι τις 14 Οκτωβρίου να εκκενώσουν την περιοχή που οριζόταν από σχετικό άρθρο της μελλοντικής Συνθήκης Ειρήνης. Οι Βούλγαροι διαμαρτυρήθηκαν ότι δεν μπορούσαν να εκκενώσουν τη Δυτική Θράκη βασιζόμενοι σε ένα σχέδιο συνθήκης, αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν και αλλιώς.
Ήδη από τα τέλη Σεπτεμβρίου 1919 στο Δεδεαγατς υπεστάλη η Βουλγαρική σημαία και κυμάτιζε μόνο η Γαλλική (εφημ. Ελεύθερος Λόγος Μυτιλήνης 21-9-1919).
Αρμοστής της Δυτικής Θράκης ορίστηκε ο Γάλλος στρατηγός Charpy (Σαρπυ) ο οποίος στις 10 Οκτωβρίου 1919 εγκαταστάθηκε στην Κομοτηνή όπου παρέλαβε τη διοίκηση από τον Allier (Αλλιέ) ενώ στις 18 Οκτωβρίου 1919 κατελήφθησαν υπό συμμαχικές δυνάμεις η περιφέρεια της Κομοτηνής και του Κaragatch.
Ύστερα σχεδόν από ένα χρόνο από τον τερματισμό των εχθροπραξιών και αφού αποτραβήχτηκε λόγω ασθενείας από το προσκήνιο ο τιμηθείς με Νόμπελ Ειρήνης για το έτος 1919 Πρόεδρος Woodrow Wilson (Ουίλσον), η Δυτική Θράκη αφαιρέθηκε από τη Βουλγαρία με τη συνθήκη του Neuilly sur Seine (14/27.11.1919). Με το άρθρο 48 της συνθήκης αυτής η Δυτική Θράκη θα υπάγονταν μέχρι της διευθέτησης της οριστικής της τύχης υπό τη διοίκηση Γάλλου αρμοστού και θα αποτελούσε ένα είδος διασυμμαχικού κράτους (Thrace Interalliee).
Το πρώτο βήμα για την ενσωμάτωση είχε γίνει.
{Πηγή δημοσίευσης: https://elthraki.gr/, του Πέτρου Γ. Αλεπάκου, Δικηγόρου – ιστορικού ερευνητή, 8/5/2019}