Όπως και στην υπόλοιπη επικράτεια, ο πληθυσμός της περιοχής μειώνεται. Αντίστοιχα, μειώνονται οι μαθητές. Όλοι γνωρίζουν ότι χωρίς μαθητές δεν μπορεί να υπάρξει σχολείο
Η Ελλάδα όχι απλώς εφαρμόζει με πλήρη σεβασμό τη Συνθήκη της Λωζάννης και τα μορφωτικά πρωτόκολλα, αλλά έχει διαμορφώσει -και σωστά- ένα εντυπωσιακά προνομιακό πλαίσιο στήριξης της μειονοτικής εκπαίδευσης
Η μειονοτική εκπαίδευση απολαμβάνει πολλά προνόμια. Παραδείγματος χάριν το όριο για την αναστολή λειτουργίας των δημοσίων σχολείων είναι 15 μαθητές (με έναν εκπαιδευτικό ανά τμήμα), ενώ για τα μειονοτικά σχολεία είναι 9 μαθητές (με δύο εκπαιδευτικούς ανά τμήμα)
Γράφει η Μαίρη Κοσμίδου, αναπληρώτρια διευθύντρια Περιφερειακής Διεύθυνσης Πρωτοβάθμιας & Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Ανατολικής Μακεδονίας & Θράκης
Αλήθεια πρώτη
Στη Θράκη λειτουργούν 311 δημόσια δημοτικά σχολεία, όπου φοιτούν 15.250 μαθητές (από 16.455 το 2020) ανεξαρτήτως θρησκεύματος. Ταυτόχρονα, με βάση τη συνθήκη της Λωζάννης και τα σχετικά μορφωτικά πρωτόκολλα, λειτουργούν 90 μειονοτικά δημοτικά σχολεία (47 στη Ροδόπη, 34 στην Ξάνθη και 9 στον Έβρο), όπου φοιτούν 3.255 μαθητές (από 4.542 το 2020).
Αλήθεια δεύτερη
Όπως και στην υπόλοιπη επικράτεια, ο πληθυσμός της περιοχής μειώνεται. Αντίστοιχα, μειώνονται οι μαθητές. Όλοι γνωρίζουν ότι χωρίς μαθητές δεν μπορεί να υπάρξει σχολείο. Κάτω, λοιπόν, από έναν κρίσιμο αριθμό μαθητών, τα σχολεία συγχωνεύονται ώστε να υπάρχει ο ελάχιστος απαιτούμενος αριθμός μαθητών για να μπορεί το σχολείο να τους προσφέρει όλα όσα πρέπει. Εξαίρεση στον γενικό κανόνα υπάρχει όταν η γεωγραφία δεν αφήνει καμία επιλογή (π.χ. νησιά ή ιδιαίτερα απομονωμένοι ορεινοί οικισμοί). Η διαδικασία αυτή είναι συνηθισμένη και γνωστή σε όλους ήδη από τη δεκαετία του 1980. Και πάντα, σε όλη την Ελλάδα, η συγχώνευση σχολείων συνοδεύεται από φυσιολογικές αντιδράσεις, διότι ποτέ και για κανέναν δεν είναι ευχάριστο ένα σχολείο να αναστέλλει την λειτουργία του και να συγχωνεύεται με ένα άλλο, καθώς προκαλεί πρακτικά προβλήματα σε γονείς και εκπαιδευτικούς, ενώ πολλές φορές θεωρείται η συμβολική παραδοχή ότι ένα χωριό δεν έχει αρκετό πληθυσμό. Δεν φταίει όμως η Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης που ένα χωριό δεν έχει αρκετά παιδιά. Όπως και στην υπόλοιπη Ελλάδα, οι αντιδράσεις για τη συγχώνευση σχολείων κρατούν έναν χρόνο, όσο δηλαδή χρειάζεται για να δουν οι γονείς ότι τελικά η συγχώνευση λειτουργεί θετικά για τα παιδιά τους.
Αλήθεια τρίτη
Η μειονοτική εκπαίδευση απολαμβάνει πολλά προνόμια. Παραδείγματος χάριν το όριο για την αναστολή λειτουργίας των δημοσίων σχολείων είναι 15 μαθητές (με έναν εκπαιδευτικό ανά τμήμα), ενώ για τα μειονοτικά σχολεία είναι 9 μαθητές (με δύο εκπαιδευτικούς ανά τμήμα). Τα μειονοτικά σχολεία όχι μόνο λειτουργούν με διπλάσιο αριθμό εκπαιδευτικών απ’ ότι τα δημόσια σχολεία αλλά ενισχύονται ακόμα περισσότερο με εκπαιδευτικό προσωπικό. Έτσι, πολλά μειονοτικά σχολεία όχι μόνο λειτουργούν ενώ θα έπρεπε να έχει ανασταλεί η λειτουργία τους αλλά λειτουργούν με περισσότερες τάξεις απ’ ότι θα έπρεπε εάν ακολουθούνταν όσα ισχύουν στα δημόσια σχολεία. Έτσι π.χ. το μειονοτικό σχολείο Λυκείου (43 μαθητές), η α’ δημοτικού λειτουργεί ως ανεξάρτητο τμήμα με μόλις 2 μαθητές (ενώ αν ήταν δημόσιο θα είχε συγχωνευθεί με τη β’ δημοτικού). Στο δε μειονοτικό σχολείο Χρύσας (44 μαθητές), α’ και β’ δημοτικού λειτουργούν ως ανεξάρτητα τμήματα με μόλις 4 και 5 μαθητές αντίστοιχα (ενώ αν ήταν δημόσιο θα είχαν συγχωνευθεί).
Αλήθεια τέταρτη
Λόγω ακριβώς της προνομιακής μεταχείρισης των μειονοτικών σχολείων το 2023 ανεστάλη η λειτουργία 19 δημοσίων σχολείων αλλά μόλις 9 μειονοτικών. Εάν υπήρχε ίση μεταχείριση μεταξύ δημοσίων και μειονοτικών σχολείων, θα έπρεπε να είχε ανασταλεί η λειτουργία 38 μειονοτικών σχολείων και όχι μόνο 9. Αποκαλυπτική είναι και η αναλογία δημοσίων και μειονοτικών σχολείων στην περιοχή. Στην Ξάνθη, υπάρχουν 33 δημόσια δημοτικά με 5.185 μαθητές (μ.ο. 157 μαθητές ανά σχολείο) και 34 μειονοτικά με 1.388 μαθητές (μ.ο. 41 μαθητές ανά σχολείο). Στη Ροδόπη, υπάρχουν 25 δημόσια δημοτικά με 3.268 μαθητές (μ.ο. 131 μαθητές ανά σχολείο) και 47 μειονοτικά με 1.603 μαθητές (μ.ο. 34 μαθητές ανά σχολείο). Στον δε Έβρο, υπάρχουν 49 δημόσια δημοτικά με 6.172 μαθητές (μ.ο. 126 μαθητές ανά σχολείο) και 9 μειονοτικά με 264 μαθητές (μ.ο. 29 μαθητές ανά σχολείο). Το 70% των μειονοτικών σχολείων στη Θράκη είναι ολιγοθέσια (Ξάνθη 62%, Ροδόπη 75%, Έβρος 78%). Αντιθέτως, μόλις 7% των δημοσίων είναι ολιγοθέσια.
Αλήθεια πέμπτη
Η ελληνική Πολιτεία έχει αναλάβει εξ ολοκλήρου το κόστος της μεταφοράς των μαθητών, καθώς και τα λειτουργικά έξοδα των μειονοτικών σχολείων (συμπεριλαμβανομένης της καθαριότητας). Την κρατική αυτή χρηματοδότηση διαχειρίζεται όμως η εκάστοτε σχολική εφορεία, τα μέλη της οποίας προέρχονται (και εκλέγονται) από τους ίδιους τους γονείς των μαθητών. Τούτο έχει σαφές αντίκρισμα και στον εξοπλισμό των μειονοτικών σχολείων, ο οποίος συχνά υπερέχει έναντι των δημοσίων: π.χ. το (10/θέσιο) 1ο μειονοτικό δημοτικό Κομοτηνής διαθέτει 12 διαδραστικούς πίνακες, ενώ το (12/θέσιο) 4ο δημόσιο δημοτικό Κομοτηνής απέκτησε πρόσφατα τον πρώτο του διαδραστικό πίνακα.
Ως αποτέλεσμα, με μέσο όρο 35 μαθητές ανά μειονοτικό σχολείο σε όλη τη Θράκη (ενώ στα δημόσια σχολεία ο μέσος όρος είναι 147 μαθητές ανά σχολείο), η μειονοτική εκπαίδευση υπερχρηματοδοτείται επί δεκαετίες. Επί παραδείγματι, η συνολική δαπάνη για τα μειονοτικά σχολεία του σχολ. έτους 2021-22 κυμάνθηκε στα 3.800 ευρώ ανά μαθητή, τη στιγμή που για τα δημόσια δημοτικά της Θράκης κυμάνθηκε στα 3.200 ευρώ ανά μαθητή. Σε όλα αυτά, θα πρέπει να συνυπολογιστούν και τα δεκάδες εκατομμύρια ευρώ του προγράμματος Φραγκουδάκη-Δραγώνα («Εκπαίδευση των παιδιών της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη»).
Η Ελλάδα όχι απλώς εφαρμόζει με πλήρη σεβασμό τη Συνθήκη της Λωζάννης και τα μορφωτικά πρωτόκολλα, αλλά έχει διαμορφώσει -και σωστά- ένα εντυπωσιακά προνομιακό πλαίσιο στήριξης της μειονοτικής εκπαίδευσης. Επί παραδείγματι, η κάλυψη της μισθοδοσίας του εκπαιδευτικού προσωπικού των μειονοτικών δημοτικών σχολείων δεν αποτελεί υποχρέωση της Ελλάδας. Ωστόσο, η ελληνική Πολιτεία αποφάσισε μόνη της να μισθοδοτήσει το εκπαιδευτικό προσωπικό των μειονοτικών δημοτικών σχολείων ώστε οι γονείς να απαλλαχθούν από το οικονομικό βάρος, το οποίο θα λειτουργούσε ως αντικίνητρο για την φοίτηση των παιδιών τους στα μειονοτικά σχολεία, σε σχέση με τα δημόσια σχολεία.
Είναι απολύτως θεμιτό να μην υπάρχει γενική συμφωνία για τις μελλοντικές εκπαιδευτικές πολιτικές σε μια δημοκρατική κοινωνία. Όμως, η συζήτηση οφείλει να εδράζεται σε πραγματικά στοιχεία. Η επίμονη άρνηση ορισμένων προκαλεί δίκαιη απορία για τα πραγματικά κίνητρα της στάσης τους. Αλλά, για εμάς, τους εκπαιδευτικούς, το μόνο που έχει σημασία είναι τα παιδιά και το μέλλον τους. Γι’ αυτό, οφείλουμε, είτε βρίσκονται στο δημόσιο σχολείο, είτε στο μειονοτικό, να τους προσφέρουμε το καλύτερο δυνατό περιβάλλον για να αναπτύξουν τις δεξιότητες και τις ικανότητές τους. Και αυτό, πάντοτε με σεβασμό στην ταυτότητά τους και πίστη στην πατρίδα μας, η οποία εξασφαλίζει σε όλους τους πολίτες της ένα μέλλον δημοκρατίας και ευημερίας στην ενωμένη Ευρώπη.
Πηγή: https://xronos.gr/ 24/4/2024