Η πόλη ήταν πάντοτε ένα μικρό πολυπολιτισμικό κέντρο. Το εμπόριο και ιδιαίτερα το εξαγωγικό ήταν πολύ ακμαίο. Βρισκόταν στα χέρια των Εβραίων της πόλης, των ντόπιων – ντόπιοι ήταν ορισμένες βυζαντινές οικογένειες που ακόμα και στις μέρες μας διατηρούν τα βυζαντινά ονόματά τους, π.χ. Αρσένιος, Νικηφόρος, Κομνηνός, Θεόκλητος, Πουλχερία και Ηπειρώτες που είχαν έρθει τον προηγούμενο αιώνα – και οι έμποροι που είχαν έρθει από την Τουρκία, τη Βουλγαρία, τα Βαλκάνια και την Ευρώπη γενικότερα πριν το 1922 και ασχολούνταν με το εμπόριο των καπνών, των υφασμάτων κ.ά. Οι ντόπιοι ήταν οι βιομήχανοι της εποχής είχαν γιαχανάδες που έκαναν σουσαμέλαιο, αλευρόμυλους και λανάρες (σημερινά κλωστήρια). Στους Μωαμεθανούς η άρχουσα τάξη ήταν τσιφλικάδες και έμποροι. Κατοικούσαν στις οδούς Ν. Ζωίδου, Μακεδονίας, Βύρωνος γύρω από το σημερινό προξενείο, την πλατεία μέχρι το μεγάλο πάρκο. Δε θα αφήσουμε απέξω τους γιατρούς και τους δικηγόρους.
Η ζωή τότε κυλούσε μέσα στα σπίτια. Είχαν όμορφα σπίτια, με ωραία έπιπλα, χαλιά και ασημικά. Μια από τις διασκεδάσεις τους ήταν τα σουαρέ και οι βεγγέρες. Υπήρχε μια καθιερωμένη ημέρα της εβδομάδας που κάθε σπίτι που σεβόταν τον εαυτό του δεχόταν επισκέπτες. Για παράδειγμα η δική μου γιαγιά δεχόταν κάθε Παρασκευή. Στις μέρες αυτές έπιναν τσάι ή καφέ και κάναν κουβέντα απλή ή θεαματική π.χ. για ποίηση, λογοτεχνία, μουσική κλπ. Η Νόρα Γύρα γυναίκα μύθος της εποχής ήταν σύζυγος του γιατρού Γύρα, γυναικολόγου με μεγάλη κλινική στην Αθήνα μετέπειτα και πλούσιο συγγραφικό έργο που βοήθησε πολύ τις νέες γυναίκες. Υπήρξε μια πανέμορφη γυναίκα που έπασχε από φυματίωση. Φορούσε καταπληκτικά μεταξωτά χειροποίητα νεγκλιζέ, ήταν ξαπλωμένη σε ένα ανάκλιντρο ενώ γύρω της συγκεντρώνονταν νέοι άντρες και γυναίκες και συζητούσαν για την τρέχουσα επικαιρότητα, για πολιτική, ποίηση, λογοτεχνία, μουσική.
Στις βεγγέρες που γινόταν μετά τις 8 μ.μ. πηγαίναν άντρες και γυναίκες κομψά ντυμένοι. Έτρωγαν, άκουγαν μουσική, έπαιζαν χαρτιά και χόρευαν.
Εκείνη την εποχή στις ταβέρνες και τα καφενεία πήγαιναν μέχρι τον πόλεμο μόνο άντρες. Στις γιορτές και στις αποκριές διοργανώνονταν χοροί με καλλιτέχνες από την Αθήνα στη Λέσχη Κομοτηναίων, αλλά μόνο για τα μέλη (τις υπόλοιπες μέρες λειτουργούσε ως χαρτοπαιχτική λέσχη). Άλλη διασκέδαση ήταν οι κινηματογράφοι και οι περιοδεύοντας θίασοι που περνούσαν κατά καιρούς από την πόλη.
Δεν θα άφηνα απ’ έξω τις εκδρομές στα κερασοχώρια του Γιακά. Όπου έψηναν αρνιά στο ποτάμι του Μίσχου την Πρωτομαγιά αλλά και καθ’ όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού.
Ένα σπορ που η νεολαία της αστικής τάξης αγαπούσε ήταν το τένις. Συμμετείχαν αγόρια και κορίτσια. Έπαιζαν τένις στο τερέν που υπήρχε στο μεγάλο πάρκο (εκεί που είναι σήμερα η καφετέρια) πηγαίναν εκεί πλήρως εξοπλισμένοι με τις κοντές άσπρες πλισέ φουστίτσες τα κορίτσια και τα άσπρα κοντά παντελονάκια τα αγόρια.
Για όλα αυτά οι άνθρωποι που έζησαν εκείνη την εποχή μιλούσαν πάντοτε με νοσταλγία αναφέροντας πόσο ωραία περνούσαν πριν από τον πόλεμο.
{Πηγή δημοσίευσης: https://www.xronos.gr/, της Βιλελμίνης Φραντζή, 25/11/2021}